- ἑτερούας
- ἑτερούᾱς , ἑτερούαςone-earedmasc acc plἑτερούᾱς , ἑτερούαςone-earedmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερούας — ἑτερούας, ατος, ὁ, ἡ (ΑΜ) (ορθότ. ἑτέρουας) 1. αυτός που έχει ένα αφτί 2. (για αγγείο) αυτός που έχει μία μόνο λαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ούας, μτγν. τ. τού ους] … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek